Γνώριζε πως δεν ήταν του κόσμου ετούτου.
Ακόμα και τα ρούχα του
τραχειά στεκόταν πάνω του,
ξένο σώμα, αδιάφορο.
Άντεχε όμως
κουβαλώντας-άγνωστο πως- αγόγγυστα
όλες τις χαρές και τις λύπες του,
σαν ένα.
Μόνο όταν ξεχνιόταν κάποτε
χαμογελούσε κρυφά
-ντροπή η χαρά- νουθετώντας έναν κόσμο παράλογο.
ΘΥΣΙΑ-Μ.Π.