Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

«Η συνάντηση με τον Ν.Π.Καρύδη»




 του Βασίλη Ι. Παπαμιχαλόπουλου

Η ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΎΡΩΝ  2/12/2012
         
          Αγαπητοί συμμαθητές, φίλοι και φίλες, σας καλωσορίζω κι εγώ με τη σειρά μου και σας ευχαριστώ για την παρουσία σας στην βραδιά μνήμης ενός αξιόλογου καθηγητή μας φιλόλογου και ποιητή του Νίκου Καρύδη ο οποίος σε πάρα πολλούς από εμάς άφησε πράγματα πολύτιμα στο μυαλό και στην καρδιά μας και ο οποίος δυστυχώς έφυγε τόσο νωρίς από τη ζωή. 
Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος
 Κατά πρώτον θα ήθελα να συγχαρώ τη Μίνα Παπανικολάου για το έργο της και να την ευχαριστήσω από καρδιάς γιατί με την Εσπερινή συνάντηση της με τα ποιήματα του Νίκου Καρύδη τον εμφανίζει ξανά ανάμεσά μας αναδεικνύοντας μάλιστα ένα μέρος του έργου του το οποίο ολόκληρο έμενε παραχωμένο στα συρτάρια και με την κίνηση αυτή ξεκίνησε το άλλο ταξίδι του Νίκου Καρύδη στο χρόνο.
          Κατά δεύτερον θα ήθελα να την ευχαριστήσω γιατί εκείνη η συνάντηση η δική της έγινε αφορμή να γίνει και μια ακόμα δική μου συνάντηση καθώς ο δρόμος της θύμησης με βυθίζει στο δικό μου παρελθόντα χρόνο, και διαδρομώντας τη συνάντησή μου με το Νίκο Καρύδη να στάξουν για μια ακόμα φορά, εικόνες, μνήμες και ευγνωμοσύνη.

Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος,Σοφία Στρέζου, Σοφία Μπαρδάνη,Μίνα Παπανικολάου, Πάνος Σταθόγιαννης
         
 θα ήθελα να σας πω, πως απόψε, ενώπιό σας, δεν θα μπορούσα να παραθέσω μόνο σχήματα λόγου, όμορφα επαινετικά λόγια για τον πιο αγαπημένο άνθρωπο της ζωής μου, αλλά να ιστορίσω και την ουσία του βίου. Για το λόγο αυτό λοιπόν θα ήθελα ν’ ακουστεί αυτή η συνάντηση μας μέσα στο χρόνο σαν παραμύθι. Όπως ακριβώς σαν παραμύθι στήνεται και η ζωή.  Είναι σίγουρο δε, πως αυτά τα δυο έχουν ένα σημαντικό κοινό σημείο. Όπως στο παραμύθι αν λείψει έστω και ένας από τους ήρωες αλλάζουνε τα πάντα, έτσι και στη ζωή μας οι άνθρωποι που μας καθορίζουν, από τους οποίους περνάμε μέσα τους και εκτρεπόμαστε σα να είναι ζωντανά πρίσματα, αν έλλειπε έστω και ένας από αυτούς, τότε σίγουρα η πορεία της ζωής μας θα ήταν εντελώς μια άλλη.
Σαν παραμύθι λοιπόν ας ξεκινήσει, κάποτε, πριν πολλά-πολλά χρόνια, η συνάντηση του μαθητή με τον Καθηγητή-Φιλόλογο  Νίκο Καρύδη.
Καλοκαίρι του 1971, μεσούσης της δικτατορίας, ένα παιδί μαθητής τότε της 1ης προς 2α  Γυμνασίου, ακολουθώντας μαζί με την μητέρα του, την αδερφή του και τον παππού του το δεύτερο κύμα της μετανάστευσης  (το πρώτο έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 60 προς το εξωτερικό) αφήνει τις θλιβερές και λασπωμένες επαρχίες για να έρθει στην Αθήνα και να εγκατασταθεί στους Αγίους Αναργύρους. Εκείνο που τον προκαλούσε ως όνειρο μέσα του ήταν το μυστήριο μια άλλης, άγνωστης ζωής που υποσχόταν η πόλη και μια δική του ανομολόγητη επιθυμία. Να μπορέσει να διερευνήσει κάποιες από τις σκέψεις και τις απορίες που γεννούσε συνεχώς το μυαλό του γύρω από ιδέες και προβληματισμούς για τον άνθρωπο και τη ζωή, πιστεύοντας πως εκεί στη μεγάλη πόλη θα μπορούσε να ψάξει και να βρει απαντήσεις. Γιατί κάπως αόριστα είχε πληροφορηθεί πως κάπου υπήρχαν απαγορευμένα για τότε βιβλία αλλά πολύ καλά κρυμμένα που έγραφαν για σκέψεις και φιλοσοφίες, για ιδέες και ψηλές κορυφές που είχε φτάσει ο ανθρώπινος νους.
Το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου ο φιλόλογος Νίκος Καρύδης, μετά από μια 7χρονη παραμονή σε κάποιο Γυμνάσιο της Καστοριάς μετακόμιζε προς τα Νότια. Την πρωτεύουσα, με διορισμό το 6τάξιο Γυμνάσιο Αρρένων των Αγίων Αναργύρων. Πώς να ένοιωθε άραγε τότε αυτός; Με ποιες σκέψεις να τραβούσε τη ρότα της ζωής του; 

ΘΑ ΒΥΘΙΣΘΩ  έγραφε τον συγκεκριμένο Ιούνιο του 1971.

Θα βυθισθώ εντός μου
να ενδοσκοπήσω εμαυτόν
απερίσπαστος από ερεθίσματα
εξωτερικά και πρόσκαιρα
κι ας λένε ότι μεροληπτεί
ο εξ ιδίων κρίνων.

ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΥΔΗΣ


Τον πρώτο καιρό, εκτός από την συνάντηση, την ταυτόχρονη παρουσία σε τόπο και σε χρόνο του μαθητή και του δασκάλου και την κρυφή επιθυμία του πρώτου να ρουφήξει γνώσεις και ιδέες και του δεύτερου να δώσει εαυτόν τίποτα άλλο δεν μαρτυρούσε την εξέλιξη αυτής της σχέσης στην πορεία των επόμενων πέντε ετών. Ακόμα και το εργαστήρι της ψυχής του ποιητή δασκάλου παρέμενε απρόσιτο κι ανέγγιχτο από ανθρώπου μάτι, στάση που κράτησε με επιμονή μέχρι το τέλος της ζωής του. Το όχι του σαν άνθρωπος ήταν πλήρως οριοθετημένο έτσι όπως το κατέθετε σε στίχους ακριβώς εκείνη την χρονιά του 71.

ΟΧΙ
Όχι, μην αυτομολήσεις ποτέ
στ’ αντίπαλο στρατόπεδο
των γελοίων συμβιβασμών.
Όχι μη φορέσεις ποτέ τις μάσκες
τ’ αρώματα τα πρόστυχα
των ευγενικών συναθροίσεων.
Μη γίνεις τρέσσας
κράτα γερά το πόστο σου.
Κάλλιο βαθειά κι αντρίκια
να σαι ένας ευτυχισμένος ναυαγός.

Το τριώροφο κτίριο του σχολείου, ο τόπος συνάντησης, άψυχο και άχαρο με την πρώτη ματιά, δε πρόδιδε επ’ ουδενί κάτι από κείνο που θα στοίχειωνε μέσα του στο μέλλον.
Τα μαθήματα που ανέλαβε ο καθηγητής στην συγκεκριμένη τάξη της 2ας Γυμνασίου ήταν αρκετά. Σχεδόν όλα τα φιλολογικά. Η επαφή και η συνάντηση των δυο, άμεση και καθημερινή. Ο μαθητής, επαρχιώτης ακόμα, συνεσταλμένος, ντροπαλός, χαμένος στα μεγάλα πλήθη, στα μεγάλα μεγέθη της πόλης έστεκε πάντα σοβαρός και σιωπηλός απέναντι στα μάτια του δασκάλου που έμοιαζε πότε-πότε εκτός από παρουσίες να μετρά και ψυχές.
Νέος ο καθηγητής, 30 χρονών, γοητευτικός στην όψη, ψύχραιμος και αφοπλιστικός ξεδίπλωνε με μαεστρία την προσέγγισή του σε κάθε μάθημα, σε κάθε θέμα, απέναντι σε μια ανήσυχη και πολλές φορές σκληρή εφηβεία που δεν λογάριαζε μπροστά στην ορμή της να χαίρεται το τίποτα και να κάνει χαβαλέ ισοπεδώνοντας κάθε πρότυπο.
Κανείς όμως, όταν ήταν παρών ο Καρύδης, δεν μπορούσε να προσπελάσει την προσωπικότητά αυτού του ανθρώπου και να επιβάλλει τους όρους του. Κανείς δεν μπορούσε να χαριεντιστεί παρά μόνο αν είχε εκείνη την εξυπνάδα και το ταλέντο που τον κέρδιζε με την μία. Στην αρχή, χαμογελούσε, ύστερα ανταπέδιδε με χιούμορ στην ατάκα και πολλές φορές ενθυμούμενος διηγιόταν αστείες ιστορήσεις καταστάσεων και γεγονότων κυρίως με μαθητές που είχε ζήσει.
Η παρουσία του πολλές φορές γινόταν και μυστήρια όταν με την περπατησιά της σκέψης του από στίχο σε στίχο περνούσε στην γενίκευση της ιδέας και από κει σε άλλους στίχους παίρνοντας μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπο, αλλάζοντας χρώμα η φωνή του, φτάνοντας σε μια μέθεξη, σε ένα ύψος, σε έναν άλλο τόπο που δεν γινόταν εσύ να μείνεις μακριά του. Η μνήμη του ήταν φανταστική. Μια κινητή εγκυκλοπαίδεια ποίησης, λογοτεχνίας, φιλοσοφίας. Θυμόταν κάθε ιστορικό γεγονός κάθε μάχη.. Όπως έλεγε ο ίδιος περίπου 5000 ημερομηνίες γεγονότων και μαχών.
Και να που σε κείνη τη μέθεξη ο μαθητής έβρισκε μια κρυφή σκάλα και το μυαλό γινόταν κι αυτό μια σκάλα και η σκάλα σιγά-σιγά άρχισε να μοιάζει εκείνου, που όσο την ανέβαινε δεν εύρισκε μόνο τους άλλους κόσμους αλλά και ταυτόχρονα απάλυνε μέσα του το δικό του κόσμο, τις άλλες αγωνίες της καθημερινότητας και της αντίξοης ζωής του.
Έκθεση ιδεών. «Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα, μα θέλω όσο είναι ν’ ανεβώ να ανεβώ. (Δροσίνης)»
Έτσι πέταγε το αγκίστρι, έτσι έπιανε το μίτο ο δάσκαλος, για να ξετυλίξει τις ιδέες του, τον προβληματισμό του, την παιδαγωγική του καθοδήγηση, σε μια εποχή που ο ευτελισμός, η υποτέλεια, ο φόβος, το κενό, ο παπαγαλισμός, διακηρύχνονταν ως οδηγοί πλεύσης ζωής.  Και ο μαθητής εκτός των άλλων αντλούσε και εκείνη τη δύναμη, εκείνες τις απαντήσεις για να αντιδράσει στη μοίρα του, στην τάξη του, απέναντι στη σφύρα και τον άκμονα του «δεν έχεις δεν μπορείς».

Μη φοβηθείς αδύναμε άνθρωπε
τις συμφορές μες τη ζωή σου.
Μπόρες,  στοιχειά κι  αν σε χτυπήσουν
το αίμα όλο αν σου ρουφήξουν
μη φοβηθείς, μη φοβηθείς.

(έγραφε στα κρυφούς του στίχους ο Καρύδης. Κι όμως μυστηριακά μέσα από τη στάση του διοχετεύονταν σα σπόρος στις ψυχή του μαθητή. )



Ο Καρύδης ακόμα έδινε και μια άλλη διάσταση στη διδακτική του. Κάτι που ο μαθητής θα το σχηματοποιούσε στο μυαλό του πολλά χρόνια μετά. «Ο δάσκαλος ποτέ δεν διδάσκει την ιδεολογία του, αλλά διδάσκει πάντα με την ιδεολογία του.» Και η δική του ήταν πάντοτε ανθρωποκεντρική, βαθιά στοχαστική σε βαθμό που η εγγενής εσωτερική του μελαγχολία πολλές φορές διογκωνόταν από τη θλίψη του για όλα τα συμβαίνοντα με κέντρο την κοινωνική αδικία. Στις στιγμές αυτές του λόγου του, σκοτείνιαζαν μάτια και πρόσωπο, ρυτίδωνε το μέτωπό του. Για κανέναν λόγο όμως δεν συνιστούσε, δεν υποδείκνυε την ηττοπάθεια, την παραίτηση, την απόσυρση από τις Θερμοπύλες. Τασσόταν εκεί, αλλά πάντοτε θλιβόταν για τους τόσους Μήδους για τον γλοιώδη εφιάλτη, βίωνε μια εσωτερική μοναξιά.

ο ΑΡΝΗΤΙΣΜΟΣ έγραφε στα κρυφά του τετράδια:

Ο αρνητισμός προς το περιβάλλον
δεν είναι πάντα δείγμα
αναχωρήσεων απ΄ τη ζωή..
Πολλές φορές είναι τεκμήριο
στάσεως  θαρραλέας
έναντι  της συνθήκης με το ψεύδος
Ή τουλάχιστον είναι
το πρώτο σήμα κινδύνου
που εκπέμπει κάποια αίσθηση
στη θάλασσα των εκπλήξεων
γι αυτούς που κινδυνεύουν..

Μαζί του το παιδί μάθαινε αξίες, ιδέες και στίχους. Άπειρα ποιήματα, ονόματα ποιητών, βούιζαν μέσα του με τη δική του φωνή. Ένα μικρό βιβλίο τσέπης η «Ποιητική ανθολογία του Παπύρου» που κυκλοφορούσε τότε, έγινε το βραδινό του συναξάρι όπου οι εικόνες οι λέξεις οι στοχασμοί των ποιητών επαναλαμβάνονταν με την ίδια γλυκύτητας στην ψυχή όπως ακριβώς τα απήγγειλε κι ο ίδιος ο δάσκαλος.
Και σιγά-σιγά εκείνα τα βράδια, κάπως κρυφά, ο μαθητής άρχισε τα δικά του σχεδιάσματα. Ξεκίνησε να γεμίζει τις δικές του σελίδες που έσταζαν από αγωνίες, άνοιγαν μυστικά περάσματα, να χορτάσει τουλάχιστον η ψυχή, να καταχωρηθεί το όνειρο, η αγάπη. Ώσπου μια μέρα, το μικρό αυτό τετραδιάκι το πρόδωσε ο συγκάτοικος του θρανίου και έφτασε τσαλακωμένο από το τράβηγμα του ενός και του άλλου στα χέρια του δασκάλου.
Ο Καρύδης το πήρε στα χέρια του και το φυλλομετρούσε. Ο μαθητής κατακόκκινος, παράξενα ντροπιασμένος περίμενε χωρίς να ξέρει τι. Στην αρχή ο καθηγητής, το διάβαζε σκεπτικός και αμίλητος. Κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια του,  έκανε μια διφορούμενη γκριμάτσα, πήρε μια βαθιά ανάσα και επιτέλους άνοιξε το στόμα του. Πολύ ωραία ποιήματα είπε απότομα και άρχισε να απαγγέλει από το τετραδιάκι. Έπειτα το έκλεισε το σήκωσε ψηλά και είπε στρεφόμενος στον μαθητή: Αυτά μπορούν και να εκδοθούν. Το έχεις σκεφτεί καθόλου;
Τι να έχει σκεφτεί ο μαθητής; Πως θα μπορούσε να είχε κάνει μια τέτοια παράτολμη σκέψη ποτέ;
Μια από τις επόμενες ημέρες σε κάποιο διάλειμμα και ενώ ο καθηγητής είχε ακουμπισμένη την πλάτη στα κάγκελα του πάνω ορόφου και κάπνιζε αναζήτησε το μαθητή και τον φώναξε με το μικρό του όνομα.
Αξίζει να ειπωθεί πως η απλή αυτή λέξη του ονόματος δόνησε μέσα του το ποιο παράξενο συναίσθημα. Άγνωστο μα όχι ξεχασμένο μέχρι σήμερα. Ο μαθητής στάθηκε και τον κοίταξε. Θα σου δώσω μια διεύθυνση ενός τυπογράφου να πας να τα κανονίσεις του είπε. Αυτά τα ποιήματα πρέπει να εκδοθούν.

  

Οι επόμενες μέρες είχαν κάτι το μυστηριακό. Ο τίτλος στο εξώφυλλο, που ήταν του Καρύδη… ο πρόλογός του που κοσμούσε την πρώτη σελίδα,  και η όλη φαντασίωση των τυπωμένων ποιημάτων, έκαναν άπειρες φορές το γύρω του θριάμβου στην ψυχή του μαθητή.
Απόσπασμα από τον πρόλογο.
«Ελπιδοφόρα κι ενθαρρυντικά μηνύματα έχει ανάγκη η ταραγμένη, η συντριμμένη εποχή μας, κι εμείς σήμερα, δεσμώτες ίσως όσο ποτέ άλλοτε, δεν έχομε τίποτε άλλο να ελπίσωμε, τίποτε ν΄ ανακουφιστούμε, απ΄ την ανεκτίμητη δροσιά που προσφέρει στη δίψα της ψυχής μας, η ποίηση.
Τέτοιο καλοδεχούμενο μήνυμα βλέπω την ποίηση του μαθητή μου και δεν μπορώ παρά να χαρώ, να ελπίσω κι εγώ και να του ευχηθώ:
Καλό ξεκίνημα.»
Η ποίηση. η ποίηση λοιπόν κατοχύρωνε οριστικά πλεύσεις ψυχής. Οράματα μυαλού. Αστραπές πέρα από το σώμα και πέρα από την εποχή.
Εποχή μεταπολίτευσης 1974-75. Το ξεκίνημα μια άλλης εποχής όπου οι νεοσσοί των καιρών, οι έφηβοι του τότε, με τον πιο επαναστατικό τρόπο απαιτούσαν πέρα από τα όρια του εαυτού τους, τα θέλω των κοινωνικών οραμάτων και την στερημένη  ελευθερία τους. Όμως ταυτόχρονα δεν έπαυαν τα όρνεα και η γύπες πάνω από τη νέα γενιά, γενιά του βιβλίου της γνώσης και της διεκδίκηση, πάντοτε να παραμονεύουν. Στην αρχή της μεταπολίτευση η οργή και η ανυπακοή απέναντι στην καθεστηκυία τάξη και η προσπάθεια αντιστροφής αυτού του ποταμιού που ξεχείλιζε από νεολαία, πήγαιναν μαζί.
Και ο μαθητής πέρασε πάμπολλες συμπληγάδες καθώς πορευόταν μόνος του σε αυτό το ποτάμι. Όμως από την άλλη, κανένα υποκατάστατο, κανένα σκοτεινό επιχείρημα δεν μπορούσε να τον βγάλει από το δρόμο του και τα όνειρά του να προχωρήσει μπροστά καθώς τη δύναμη και το όνειρο του το έδινε πλουσιοπάροχα η ποίηση. Αλλά και πάντα μια κρυφή φωνή μέσα του έκρινε τις κακοτοπιές . Αν κάνω τούτο ή το άλλο τι θα πει ο Καρύδης; Πώς θα τον αντικρύσω μετά;
17/12/1979. Ο μαθητής ταξιδεύει ως Ανθυποπλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού στις θάλασσες του κόσμου. Και πως θα μπορούσε να ήταν αλλιώς καθώς εκείνο του κισσού το ψήλωμα τον έβγαζε στο δρόμο με τα όρια του εαυτού του..  
Απόσπασμα από το γράμμα παρακαταθήκη του Καρύδη σε κάποιο λιμάνι της Αμερική. …
«Είναι μέρες τώρα που πήρα το γράμμα σου. Ήταν ξάφνιασμα πραγματικό για μένα. Άργησα κάπως να σου απαντήσω. Μη με παρεξηγήσεις. Ξέρεις τον κόσμο μου, τον ψυχικό εννοώ, που χρόνια τώρα είμαι αιχμάλωτός του, τόσο που κάποτε-κάποτε τον νοιώθω σαν να με συντρίβει. Λίγες οι στιγμές που νοιώθω κάποια χαρά. Κι είναι τούτο το αποτέλεσμα μιας μεγάλης ευαισθησίας μου.
……. Σε κούρασα με τα δικά μου. Όμως επειδή και συ έχεις γευτεί τον πόνο, θαρρώ πως παίρνω θάρρος, γράφοντας τούτα τα λόγια σε ένα φίλο καλό με μια σπάνια ψυχική ευαισθησία.
Γράφε, γράφε όσο μπορείς. Είσαι γεννημένος ποιητής. Περνάς δύσκολα όμως κουράγιο δύναμη, απόφαση. «Τους Λαστρυγόνες και τους Κύκλωπες μην τους φοβάσαι..» Δεν είχε δίκιο ο Καβάφης;
Η ζωή είναι αγώνας αδιάκοπος, οδυνηρός. Βλέπεις την αδικία, την εκμετάλλευση, την κακότητα. Όμως προχώρα. Μη νοιώθεις Προμηθέας Δεσμώτης. Τόλμησε να σπάσεις τις αλυσίδες σου. Τόλμησε να φέρεις το φως το θεόσταλτο στον κόσμο τον ταλαιπωρημένο, τον αδικημένο που οι γύπες του σπαράζουν τα σωθικά του.
Είσαι νέος, μπορείς, μπορείς να δώσεις και να πάρεις πολλά όταν η τέχνη σου, θεϊκή προσταγή, θα σε λυτρώνει κάθε φορά από τη λύπη, την οποιαδήποτε. Μάζεψε τις εμπειρίες σου ταξιδεύοντας και κάνε τις μουσική, τραγούδι πανανθρώπινο ελπιδοφόρο.
Εγώ ζω τώρα σε μια φάση δύσκολη, στάσιμη. Ελπίζω να την ξεπεράσω. Το άσχημα είναι ότι δεν νοιώθω τις δυνάμεις μου ακμαίες. Κι έχω τόσα πολλά που πρέπει να κάνω ακόμα.. Προχτές δώσαμε βαθμούς. Μιλούσα με τους καημένους τους γονείς και έβλεπα στα μάτια τους μια πινελιά από χαρά και αγωνία.
Πάντα θα είμαι στη διάθεσή σου. Ένα όμως δε θέλω. Μην πάρεις τίποτε από τη μελαγχολία μου. Τραγούδα, τραγούδα στα σταυροδρόμια του κόσμου και ποτέ για τίποτε μη χάσεις το ηθικό σου..
Περιμένω να μου γράψεις. Πολύ το θέλω. Είσαι ο μοναδικός μου φίλος.
Με πολλή αγάπη αδερφική και εκτίμηση. Ν. Καρύδης.
Γαληνεμένες οι θάλασσες που διασχίζεις.»

Ο δήμαρχος Αγίων Αναργύρων


Έτος 2000. Ο μαθητής, δάσκαλος κι αυτός τότε σε κάποιο δημοτικό της Αργολίδας, δεν έχει κανέναν ενδοιασμό, καμιά αμφιβολία πως ο ορισμός που θα ήθελε να καταγράψει στο βιβλίο του «Ένα χωριό γράφει την ιστορία του» και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο της ιστορία του σχολείου, για την προσωπικότητα ενός πραγματικού δασκάλου είναι αυτός που σηματοδοτούσε μέσα του η μορφή του Καρύδη. Ναι. Ο Καρύδης ζει για πάντα στην ψυχή του.
«Δάσκαλος πραγματικός είναι πρώτα μια ψυχή που μας αισθάνεται, μια αγκαλιά που μας χωράει και ύστερα μια δεξαμενή γνώσης που μας ξεδιψάει χωρίς να μας πνίγει.»
Αυτός αγαπητοί φίλοι μου ήταν ο Νίκος Καρύδης. Ο άνθρωπος, ο παιδαγωγός που μας άφησε έναν οδηγό ασφαλούς επιβίωσης της ψυχής μας.

Και για να προλάβω τις σκέψεις σας, που μπορεί να σας οδηγούν στην εντύπωση πως το βάρος σε τούτη την ιστόρηση έπεσε στο μαθητής σας λέω και τούτο: Τι μπορεί να πει κανείς για ένα δάσκαλο περισσότερο αν δεν φωτίσει την ψυχή των έργων του αν δεν γνωρίσει τα έργα του στις ψυχές των μαθητών του;
Ο μαθητής λοιπόν παρουσία του δασκάλου σήμερα υποκλίνεται και  παραφράζοντας τους στίχους του Νικηφόρου Βρεττάκου απευθύνεται σ’ αυτόν με μια υπαρξιακή-οντολογική ερώτηση-απορία-αγωνία:
Πώς θα μπορούσα να ζήσω σε τούτο τον κόσμο άραγε αν δεν έδινες στην ψυχή μου την ποίηση Δάσκαλε;

ΣΥΛΛΟΓΗ: AB IMO PECTORE (Εκ βάθους καρδίας)(1975)
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΜΟΥ

Για τελευταία φορά
σαλεύει ο ίσκιος του
στις σκόρπιες ακτίνες που ξέφυγαν
μέσα από τα σύννεφα
και ήρθαν να γράψουν τη ζωγραφιά του
για πάντα πάνω στο μάρμαρο.
Τούτα τα βήματα
θ’ ακουστούν κάποτε
τελευταία φορά
στην σκάλα, στην αυλή, στην πόρτα
και μετά πέρα
όπου ορίζει η μοίρα.
Τούτη η μορφή τελευταία φορά κάποτε
θα μείνει μαζί μας
μόνο για λίγο
όσο να πει τις τελευταίες συμβουλές
όσο ν’ αγκαλιάσει το βλέμμα του
μια παρένθεση πέντε χρόνων
και μετά
θα χαθεί για πάντα μες στις καρδιές μας.
Μα ίδια βήματα
θα ακουστούν του χρόνου
να ακολουθούν εκείνου
στην σκάλα, στην αυλή, στην πόρτα
και μετά το μεγάλο όνειρο.
Το βλέπω το τελευταίο πικρό μου βλέμμα.
Αισθάνομαι τη στιγμή που θα φύγω
και θα ναι η ενθύμησή του
το πιο γλυκό μου δώρο.
Ζωγραφιά με ανεξίτηλα γράμματα
μορφή νέα 32 χρόνων
θα θυμάμαι πάντα και θα λέω:
…Κάποτε στ’ αρχαία παιδιά μου…
καλή του ώρα….

Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος