Πώς χάθηκα
σε αμαρτήματα παλιάς σποράς;
Πώς θάμπωσαν τα μάτια μου
η άμμος και τα πικρά φύκια μιας ύπουλης άφεσης;
Πώς αρνήθηκα
τον πόνο σου πατρίδα μου για λίγο
κι έμεινα μετέωρη σε ανθρώπινα
της καρδιάς μονοπάτια;
Η θλίψη
και η εξομολόγηση στα κόκκινα χώματά σου
κανένα συγχωροχάρτι δεν δίνουν
κι ας θέλεις.
Μάνα γλυκιά
και καημέ μου
που σε ταπείνωσαν τόσοι
κι εγώ που τάχθηκα των αγαλμάτων σου το μέταλλο
πώς καταδέχθηκα άνθρωπος
για τους απάνθρωπους να γίνω;
.............................................................