Κοιτούσα την
τρεμάμενη γη
να λικνίζεται,
στων ανέμων τη θέληση.
Στα χαμηλωμένα τους
βλέφαρα οι πολιτείες
κρεμούν νέον φως, αντανάκλαση-μάγισσα.
Λυπημένη, η σελήνη,
στα βάθη της
κι ας προσβλέπει στα
ύψη.
Ποιός θυμός ξεθυμαίνει θρηνώντας
των λαών την αιώνια θλίψη
που γεννά των κτητόρων η απάθεια;
Κοιτούσα τη γη
σαν σελήνη που απόμακρη στέκεται
δίχως χέρια να αγγίξω
δίχως πόδια να τρέξω
με καρδιά που εντός της βοούσε ανεξήγητη η άβυσσος.