Οι παλιοί μου φίλοι κι οι αγαπημένοι, καημός αγιάτρευτος, έφυγαν για άλλες θάλασσες.
Το τελευταίο αγνάντι, σούρουπο, όπως όλα τα σούρουπα της γης.
ροδοκόκκινο απ΄του αποχωρούντος ήλιου τον καμμένο ορίζοντα.
Μου έταξαν πως θα βρεθούμε ξανά.
Μα εγώ ξέρω, χρόνια τώρα να περιμένω στο αγνάντι,
να αποχαιρετώ και να μένω μόνο με εκείνη συντροφιά.
Και να της λέω, να της λέω-ω ζωή!- τραγούδια και παράπονα και κάλμα να ζητώ τα κύματα για τους αγαπημένους.
Κάποτε, χέρια που μερώνουν μοιάζουν τα ψιθυρίσματά της κι άλλοτε θυμωμένα ν΄αποδιώχνει τα παράπονα-σπαράγματά της.
Μα πόσο η δύναμη η εντός να μας κρατήσει ορθούς;
Στ΄αγνάντι, δικαιούμαι-ω ζωή!- κι εγώ για μια φορά από σπλάχνων-σπλάχνο μου- να θρηνήσω.
Μα εσύ, καρδούλα μου, να μην κοιτάξεις πίσω.
για τον γιο μου
για τον γιο μου