Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

ΧΙΟΝΙ-συλλογή ΧΟΡΟΣ ΣΤΟ ΦΩΣ


Νύχτωσε πάλι. Σκοτάδι παχύ, αδιαπέραστο.
Δεν βλέπω την άκρη του ορίζοντα,
δεν διακρίνω φως, ούτε από τη λάμπα
ενός σπιτιού.
Ούτε από τα φώτα ενός αυτοκινήτου.
Πόσο μάλλον εκείνου που θα έφερνε εσένα.
Χιόνισε, πάγωσε η ψυχή μου από την απώλεια.
Μούδιασε το σώμα, δεν το νιώθω.
Κάποια δάκρυα κυλούν συχνά κι ας μην το θέλω.
Γιατί δεν πρέπει να πονάς γι’ αυτά που χάνεις,
να γελάς αξίζει που τουλάχιστον τα έζησες.
Περίμενα πολύ καιρό να ’ρθει η στιγμή
που θα ’χω την ανάσα σου κοντά μου,
στο πρόσωπό μου, στο στόμα μου για να πάρω
την πνοή σου,
μ’ αυτή να ζω.
Περίμενα καιρό να ’ρθείς να μου δείξεις
τον κόσμο με τα μάτια σου,
για να δω.
Περίμενα τα χέρια σου ν’ αγγίξουν τα
δικά μου για να ζεσταθώ.
Ήθελα να αποκοιμηθείς στην αγκαλιά μου,
να σε προσέχω, να σε χαϊδεύω,
να προστατεύω
την ύπαρξή σου απ’ όλες τις συμφορές του κόσμου.
Δεν ήρθες ποτέ κι έμεινα με τα χέρια
απλωμένα, αδειανά, παγωμένα.
Τα μάτια θολά, λυπημένα.
Την καρδιά μου κενή, στραγγισμένη, αδειανή.
Δεν ήρθες ποτέ.
Τι σε κράτησε; Τι σου έκλεισε το δρόμο;
Μπροστά στο παραθύρι, θα φανούν σαν ξημερώσει
ανθρώπινα οχήματα, οι ψυχές.

Καμιά μορφή δε θα ’ναι η δική σου.
Καμιά ψυχή, η ψυχή σου.
Κανένας δρόμος δεν θα λιώσει
απ’ το διάβα της κορμοστασιάς σου.
Κανέναν δεν θα τρομάξει η ρυτίδα ανάμεσα
στα φρύδια σου,
που λάτρεψα όσο τίποτα σε σένα
και δεν πρόλαβα πριν χαθείς,
να προσκυνήσω.