Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

18ος γεωμετρικός παράλληλος Αισθητική ανάλυση της Σοφίας Στρέζου




«…Κι αν έχουμε κάτι να πούμε
κι αν έχουμε κάτι να δείξουμε,
είναι αυτές οι πινελιές στον καμβά,
είναι αυτές οι γραμμές της σμίλης,
είναι οι στίχοι της καρδιάς μας
στο λευκό πανί του σύμπαντος κόσμου μας…» Μ.Π.


Με λίγους στίχους αντί προλόγου, η Μίνα Παπανικολάου, ξεκινά την αναζήτηση στην νέα της ποιητική συλλογή, «18ος Γεωμετρικός Παράλληλος», που κυκλοφόρησε το 2012 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ.


Η ποιήτρια εμβαθύνει την εύπλαστη ύλη της, διυλίζοντας λέξεις εκεί ακριβώς που το φως εκκολάπτεται. Μια μυρωδιά άχρονου σύμπαντος πλανιέται στον 18ο Γεωμετρικό Παράλληλο της γραφής της, καταθέτοντας το στίγμα της εξελικτικής της πορείας στην ποίηση. Κατευθύνει τα βήματά της προς την απάτητη ωριμότητα του λόγου. Έτσι καταφέρνει να βηματίσει ανεπηρέαστη από τους προηγούμενους βηματισμούς και να εντάξει έναν-έναν τον στίχο σε μια καινούργια φόρμα, εισάγοντας το καταπίστευμα της εμπειρίας και της γνώσης στην τοπογραφία που ορίζεται από τα δικά της ορόσημα. Πλανεύει και ταυτόχρονα πλανεύεται από το απέραντο, από το άπειρο, που εμπεριέχεται στις εξομολογήσεις της λογικής και των συναισθημάτων. Δίκαια διεκδικεί τη θέση της στα ερχόμενα, στα αναμενόμενα της προσωπικής πτήσης στα παράλληλα σύμπαντα.


Νοηματοδοτεί λύσεις στη καμπύλη του χρόνου, εντάσσοντας τα ποιήματα σε διασπώμενα ανεξάρτητα σχήματα. Τους μετεωρισμούς στη φθορά τους κάνει άφθαρτες πτήσεις στο μέλλον. Εύθραυστες συντεταγμένες που αναζητούν τον δικό τους παράλληλο για να προσαρμοστούν σε γεωμετρικά σχήματα, επαναπροσδιορίζοντας άλλη μια φορά τη διαφάνεια του ύψους των πτήσεων, στις συμπαγείς διαιρέσεις του σύμπαντος. Τι κι αν το άπειρο είναι αόρατο, για την Μίνα Παπανικολάου γίνεται ορατό στις αιωρήσεις μιας αλήθειας επίκτητης, που υποκλίνεται στην βιωμένη έμπνευση. Διεκδικεί το αλάθητο της μνήμης από τα γεγονότα που διατηρούν το λάθος με απόσταση λογικής και συναισθημάτων, μη τύχει και δύσουν τα ποιήματα, λίγο πριν καταγραφούν. Παγωμένη η λύπη αγιάζεται στις προσχώσεις των στίχων. Κατασταλαγμένη κι αναπότρεπτη, εισχωρεί στις λέξεις των παθών, διαπερνώντας φως για να διασωθεί ο λόγος στις προσωπικές αναμετρήσεις με τον προηγούμενο λόγο της.


Στον 18ο Γεωμετρικό Παράλληλο η ποίηση επαληθεύεται, εκκρίνοντας φθόγγους ψυχής. Ζωντανεύει η ιδέα που ψηλαφίζεται στις αγκιστρωμένες ακρώρειες του μύθου, γεγονότων που πέρασαν. Βαλσαμωμένα στέκουν στον θάλαμο της ψυχής, βουβά, αμίλητα, σιωπηλά, ώσπου η ανάσα του δημιουργού να τα αναστήσει και να τα εντάξει στις προθήκες του ακαριαίου χρόνου της έμπνευσης, καθώς μεταλλάσσονται οι φθόγγοι. Γίνονται λέξεις καρδιάς που δεν επαναπαύονται, αλλά ανησυχούν για την σωστή απόδοση, ψιθυρίζοντας… ως να έρθει η γλυκιά εκείνη ευεξία της ανάγνωσης της μέχρι πριν ακίνητης μνήμης, σπάζοντας την ολόλευκη σιωπή στον «περίβολο κατακόκκινων ονείρων».




Ολόλευκη σιωπή


Βαρυγκωμώντας οι χτύποι του ρολογιού,
τραγουδούν κάτι παράξενα, υπόκωφα μοιρολόγια…
Ανάερα μουρμουρητά αχτίδων,
ψάχνουν την έξοδο προς την πηγή του Φωτός.
Εκεί, που θ’ ανταμώσουν τις κατάξανθες αδερφάδες τους
για να γλυκοτραγουδήσουν τα μυστήρια του κόσμου.

Χάνονται οι εικόνες,
αδρά σαν τις αγκαλιάζουν τα μάτια των ανθρώπων,
που δεν είδαν την όαση στη σκιά μιας ελιάς,
αχνοσβήνουν τ’ αστέρια,
στο σκοτάδι μιας πόλης που θρηνεί τα χαμένα της πλούτη.

Ξεθωριάζει η εικόνα μου,
εξαϋλώνονται τα χνάρια μου
καθώς μ’ αποδιώχνει η ολόγιομη πίκρα.
Αχνά βηματίζω μακριά,
μην τρομάξει η ζωή και ζητήσει μερτικό.

Το δεξί σου πλευρό με αποκόπτει αιμάτινα.
Σε λίγο,
άλλες φωνές θα μυρώνουν το στίχο σου
κι άλλες μορφές θα πλουτίζουν τη φαρέτρα της ποίησης.
Αφουγκράσου ,
μα στη λύπη σου μην αφήσεις να δουν
το είδωλό μου στα μάτια σου.

Θα ντυθώ τα πέπλα μιας ολόλευκης σιωπής
τόσο όσο να δεις τη ζωή και το έρεβος.
Κι ύστερα θα ’ρθεις,
τόσο όσο απαιτεί ο πόθος
για ν’ ανατείλει οριστικά ένα νέο στερέωμα.
Στη σκιά μιας αγέρωχης ελιάς,
στον περίβολο κατακόκκινων ονείρων,
χτίζεται αράδα-αράδα η πνοή μου.
Εκεί θα με βρεις,
με γητειές και χορούς,
μες στους στίχους, να πλανεύω το άπειρο.




Κι όσο ο ποιητής θα γράφει, τόσο θα ματώνουν τα χέρια στις αιμάτινες συναντήσεις με την θλίψη, για να μπορεί να έρχεται η ίαση στην ψυχή του. Θα δραπετεύουν στίχοι, αφοσιωμένοι πια, ταγμένοι στον έναρθρο λόγο, εκφράζοντας το στεναγμό, το δάκρυ, το λυγμό και τη σιωπή του κόσμου. Ίσως γιατί ο ποιητής νιώθει πως είναι μόνος απέναντι στο χρέος, να κοινωνήσει συγκίνηση σε εκείνους, που αισθητικά επιθυμούν να την κοινωνήσουν στις απρόβλεπτες συναντήσεις. Γλωσσικά μεταλλεύματα ρέουν από τον κρατήρα της μνήμης και της ανάμνησης, λυτρώνοντας τα δεσμά της θνητής ματαιότητας.




Διάφανο


Θα γράφω,
θα γράφω
ορκίζομαι.
Μέχρι να ματώσουν τα χέρια
μέχρι να διαλυθούν τα σύννεφα αρχαίας θλίψης
μέχρι να εξαργυρωθεί το χρέος στη γη.
Θα γράφω
μέχρι το κρίμα να μην είναι πια κρίμα
και μέχρι η "όραση" να γιατρευτεί…
Θα γράφω
με σύμβολο ένα διάφανο γιασεμί
θα λέω πως όραση είναι η ψυχή
κι αν εκείνη είναι διάφανη
κι οι ποιητές έχουν ελπίδα
ν’ ακουστεί η φωνή τους..
Θα γράφω
θα γράφω
-κι ας λεν πως δεν λέω τίποτα-
δραπετεύοντας στο στίχο.


Μόνο η σιωπή αμαυρώνει την αλήθεια.
Περιφρουρεί τα κεκτημένα των σκιών.
Εκείνα που ύψωσαν φράχτες ανάμεσα στο φως
και στην πηγή που το γεννά.




Για την Μίνα Παπανικολάου, τα ποιήματα προϋπάρχουν μέσα της. Το μόνο που επιζητούν είναι ο κατάλληλος χρόνος, για να ωριμάσει το ιδεατό περιεχόμενο με ήχους ονειρικής μελωδίας σε λυρικά ξέφωτα. Αφορμή ψάχνουν για να αναγεννηθούν, αναγνωρίζοντας την παύση ανταγωνιστικών εκκρεμοτήτων. Η σιγουριά, η ασφάλεια και η ισορροπία που αγρυπνά γύρω της, της δίνει την εφαλτήρια κίνηση για άλματα με τονισμούς λέξεων, για να αναπαύονται γλυκά οι λέξεις.




Αν δεν ήσουν εσύ


Αν μου κρατούσες το χέρι,
αν δεν δίσταζα να σφίξω το δικό σου
με την εγκαρδιότητα που ξαφνιάζει την καρδιά
και η αφή την κάνει να σκιρτά ανήμπορη
να μην ενδώσει στα μελλούμενα.


Αν εξερευνούσες,
γυμνός από εγωισμό - τι τραγωδία -
τα κλειστά μου βλέφαρα,
σαν προσπερνάς
και λίγο αγγίζεις έναν ώμο συγκαταβατικό,
ίσως αναγνώριζες στους τονισμούς των λέξεων,
την αρχαία φλέβα που συναντά επιτέλους την καρδιά της.


Αν ήσουν η γη,
θα ένοιωθες πως βαραίνει το βήμα σαν απομακρύνομαι
και πίσω κοιτώ μέχρι να χαθείς.


Αν ήσουν εσύ,
με τα μάτια σου κλειστά,
θα γύριζα,
μόνο για να κουρνιάσω σε μια αγκαλιά
που από πάντα είχε το σχήμα μου.


Μα όλα έχουν την όψη του χιονιά.


Εσύ καθώς φεύγεις, ραγίζεις την πυξίδα.
Οι ορίζοντες, καταγράφουν βλαβερούς συνειρμούς..


Αν δεν ήταν των ονείρων η κορυφογραμμή αόρατη…
Αν δεν ήταν η όραση προδοτική…
Αν δεν ήσουν εσύ.




Κι όταν οι αισθήσεις θα ξυπνούν στις νοσταλγικές ακτές της θύμησης, τότε θα χαμογελούν οι λέξεις και θ’ ανθίζουν τα λόγια στις βραδυφλεγείς αναφλέξεις της ποίησης. Θα μεταμορφώνει τους φθαρτούς φθόγγους σε άφθαρτους στοχασμούς, που υπερβαίνουν καθημερινούς αθώους φόβους, στη βεβαιότητα του μέλλοντος. Γιατί κάπως έτσι γράφουν οι ποιητές τα ποιήματα, την ώρα που τον ήλιο ξαφνιάζουν και ξαφνιάζονται από αυτόν, στους Παράλληλους Γεωμετρικούς της ποίησης.




Ξαφνιασμένοι ερωδιοί


Χαμογελούσαν οι λέξεις σου
κι άνθιζαν στο καταχείμωνο.
Χαμογελούσες κι έλεγαν τραγούδια, μεθυσμένα αηδόνια.
Μέχρι τ’ όνομά μου άλλαζε όψη, πιο οικείο μου φαινόταν.


Κι ύστερα, δεν ξαναμίλησες κι είπα να ταξιδέψω…
Βουνά κι ωκεανούς να δω πριν σ’ ανταμώσω,
στα ασύνορα εύφλεκτα βασίλεια της σιωπής που κατοικείς.
Εκεί, στις παρυφές των γλυκών ματιών σου,
να αναπαυτώ.
Δωσ’ μου τη γαλήνη σου,
να ντυθώ στο χορό της αγάπης σου.


Είδες πως αγαπιούνται τα δέντρα;
Ακροβατώντας σε στέρεη γη..
Μην αμφιβάλλεις, σε ξεχώρισα.


Εσένα, κι άνοιξαν οι Ουρανοί
και χαμογέλασαν στον ήλιο,
ξαφνιασμένοι ερωδιοί.




 Πηγή: http://anagnoseispoiiton.blogspot.com/2012/03/18.html