MURDEREDUM
"-Βγαίνω στο μπαλκόνι.
Σε αυτό που βλέπει στον κήπο.
Εντάξει..Δεν βλέπει στον κήπο.
Θα μπορούσε όμως
να υπάρχει κήπος εκεί κάτω.
Έξω η πόλη αναπνέει με δυσκολία.
Βλέπω τον κόκκινο, ματωμένο ουρανό.
Στο μυαλό μου έρχονται οι κόκκινες νύχτες του WilliamS.Burroughs.
Φαντάζομαι πως όλοι σας θα έχετε ακούσει κάτι
για τις κόκκινες νύχτες του Burroughs,
αν δεν έχετε ζήσει μερικές απ΄αυτές..."
Ο Γιάννης Βραχνός στη συλλογή του ΑΙΡΕΣΗ που κυκλοφόρησε το 1991 από τις εκδόσεις ΜΑΤΙ, χαμένος τα πρόσφατα χρόνια κάπου, ποιός ξέρει πού, έστησε το σκηνικό, το παρακμιακό σκηνικό της ζωής και βρέθηκε ο ίδιος πρωταγωνιστής και κομπάρσος του. Στην πρώτη σειρά, ο ίδιος παρεμβαίνει ως θεατής αλλά και ως ο διπλανός μας φλύαρος σχολιαστής σε μια καλοστημένη παράσταση για λίγους ( ή πολλούς αλλά ποιός θα το παραδεχθεί εύκολα;) .
".ήδη έχω μπει στη λεωφόρο.
Ο καιρός έχει αρχίσει να δακρύζει.
Διακόσια μέτρα πιο κάτω καταλαβαίνω πως η δεξιά μου μπότα
μπάζει νερό.
Το ξέχασα ότι είναι τρύπια,
όπως κι οι τσέπες του παντελονιού μου.."
Περιφερόμενος στις πολύβουες νύχτες της παρηκμασμένης πόλης, ή και όχι, αλλά ο ίδιος αυτή την εικόνα της αναζητά, χάνεται ανάμεσα σε οργισμένους νέους της εποχής-όπως κι εκείνος-, αφομοιώνεται στο δερμάτινο παρόν της φθαρμένης του μπότας, της μακριάς καμπαρντίνας, της μηχανής μεγάλου κυβισμού, που είναι έτοιμη να οδηγήσει αδιαμαρτύρητα τον αναβάτη της σε ταξίδια "άλλα".
Η Αθήνα, η Πλάκα, το Μοναστηράκι μοιάζουν τρυφερά καταφύγια προαναγγελθέντων θανάτων και η κατάληξη της βραδυάς είναι συνήθως η έφοδος σε κάποιο υπόγειο, συνοικιακό μπαρ της λεωφόρου.
"..Κατεβαίνω δυο σκαλιά.
Παράξενο..
Λίγο πιο ψηλά απ΄όλους τους θαμώνες
τους διεκδικητές του επιπόλαιου παραδείσου,
νιώθω Βασιλιάς.."
"..ένας άντρας κακοκοντυμένος
στυλ αλά Fon Barmet,
ξέρεις, απ΄αυτούς που γυρνάνε από παρέα σε παρέα
προσμένοντας ένα μουκάλι μπύρα,
στέκεται εμπρός μου.
Δέκα πόντους πιο κοντός.
Του κερνάω τη μπύρα.
Κάνω πως ακούω
ένα μέρος από την ιστορία του.
Ένα αλλόκοτο παράπονο απογοήτευσης
και τίποτα περισσότερο.."
Η συνειδητότητα (η καθαρή συνείδηση, η κατάσταση του "μη-νου") είναι για τον άνθρωπο πλεονέκτημα, συγκριτικό μάλιστα, με όρους οικονομικούς. Η διαπίστωση της πρόσκαιρης υπεροχής, λίγο πριν την κάθοδο , σε τίποτα δεν αναιρεί την απόφαση της παρατήρησης και της αφομοίωσης από στοιχεία κατάπτωσης. Οι τρύπιες μπότες και τα παντελόνια, οι φθαρμένες ραφές της έπαρσης του επιτρέπουν να κοιτά αφ΄υψηλού τους πάντες και τα πάντα. Υπερόπτης και αλαζόνας. Τίποτα δεν τον συνεπαίρνει, ούτε ο πόνος και το παράπονο. Ξαφνιάζεται αλλά όχι δυσάρεστα. Εξάλλου, εκείνος μπορεί να ξεφύγει όποτε το επιθυμεί..
"..Την προηγούμενη αδιάφορη εικόνα
όχι απόλυτα άσχημη,
έρχονται να καλύψουν αυτή τη φορά,
τα μακρυά όμορφα πόδια,
κάποιας τσακισμένης θεάς (θα έλεγε ο Bukowski)..
Συμφωνώ απόλυτα μαζί του.
Η γυναίκα στο μπαρ,
το θυληκό αυτό πλάσμα
είναι όντως θεϊκό.."
**************
"..Δράμα και κωμωδία,
αγκαλιασμένα σ΄ένα πρόσωπο γυμνό,
αυτό της τσακισμένης θεάς.."
Ψυχές ταλαίπωρες, ταλαιπωρημένες, συνταξιδεύουν στο υπόγειο μπαρ,
συνάμα αυτόφωτες, ασύγκριτα λαμπερές στη υποβόσκουσα θλίψη τους. Τσακισμένες, θεές και θεοί (κι ας μην το γνωρίζουν) ανταμώνουν βλέψεις πρόσκαιρων παράδεισων, σε μια μίξη τζην, δέρματος, βότκας και αλήθειας.
Τα χαμηλωμένα φώτα έχουν την θαυμαστή ικανότητα να μεταβάλλουν τα αδιαφανή πρόσωπα σε γυμνούς ήλιους και τα αδιάφορα βλέμματα σε στιλέτα κατανόησης.
Η παρακμιακή Αθήνα του '90, σε απόλυτη αρμονία και με διάθεση επιβεβαίωσης του χρόνου που ή δεν περνά τόσο γρήγορα όσο πιστεύουμε ή που ανακυκλώνει κι ανακυκλώνεται. Τα πρόσωπα αλλάζουν ίσως, οι εικόνες της σημερινής ξεπεσμένης ροκ θεάς-Αθήνας, είναι η ίδια.
Δεν γνωρίζω τους σωτήρες της, μα στη περίπτωση της ΑΙΡΕΣΗΣ, ο Γιάννης Βραχνός έσωσε την τσακισμένη του θεά απ΄το καταγώγιο:
"..εγώ πάντα ζω την πόλη όταν νυχτώνει
κάτω απ΄τα πολύχρωμα φώτα της.
Ο δρόμος για το σπίτι
μπορεί να ήταν ανηφορικός
μα εγώ είχα φορτώσει στο δεξί μου ώμο
μια θεά..
έστω και τσακισμένη.."
************************************
"ΑΝΑΓΝΩΣΗ" της Μίνας Παπανικολάου
Κατερίνη 5/11/2012