Αναζήτησα έναν λογισμό της πατρίδας μου,
διάφανο.
Τα σύννεφά της, σκέπη σεπτή
κι αγέραστη,
κάθε που οι ώρες άγγιζαν το απλησίαστο.
Κοιτώ πως βρίσκουν γιατρειά τα ζουμπούλια
κι ας είναι αυτός, ο πιο βαρύς τους χειμώνας.
Μα κανείς,δεν διέκρινε αληθινά στα μάτια τους
την κρυμένη ματαιοδοξία της αυθεντίας τους;
Κατάργησα την αλήθεια
και που τη διαλάλλησα μόνο.
Και ποιός τόπος θα σταθεί αρκετός
για να κρύψω ξανά τη χαμένη αθωότητα;